- ἱστότονος
- ἱστό-τονος, ον,A stretched on the loom, πηνίσματα v.l. in the codd. other than Rav. for ἱστόπονα, Ar.Ra.1315;
κερκίς E.Hyps.Fr.1 ii 10
(lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κερκίς E.Hyps.Fr.1 ii 10
(lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιστότονος — ἱστότονος, ον (Α) τεντωμένος πάνω στον αργαλειό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + τονος (< τόνος < τείνω), πρβλ. ασκό τονος, χορδό τονος] … Dictionary of Greek
ἱστοτόνου — ἱστότονος stretched on the loom masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱστότονα — ἱστότονος stretched on the loom neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιστός — Κατάρτι πλοίου (βλ. λ. κατάρτι ή ιστός)· αργαλειός· δικτυωτό πλέγμα. (Ανατ.) Άθροισμα κυττάρων, μορφολογικά διαφοροποιημένων, που συνδέονται μεταξύ τους με μεσοκυττάρια ουσία και επιτελούν συγκεκριμένη λειτουργία στον οργανισμό. Ένα σύνολο ι. που … Dictionary of Greek